- προσιζανόντων
- προσιζάνωsit bypres part act masc/neut gen plπροσιζάνωsit bypres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσιζάνω — Α 1. κάθομαι κοντά σε κάτι 2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.) 3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν») 4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή 5. μτφ.… … Dictionary of Greek